Η υιοθέτηση εθνικής και διεθνούς πολιτικής για την χρήση του φυσικού αερίου συμπεριλαμβάνεται και στο «Πράσινο Βιβλίο» της Επιτροπής της ΕΕ, «Ευρωπαϊκή στρατηγική για αειφόρο, ανταγωνιστική και ασφαλή ενέργεια », όπου αναφέρεται ότι «το πρώτο πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπισθεί για να δημιουργηθεί η Ευρώπη της ενέργειας είναι η ολοκλήρωση των εσωτερικών αγορών φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας. Το φυσικό αέριο συμβάλει στην εναρμόνισή μας με τον ευρωπαϊκό στόχο 20-20-20 για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και προς αυτή την κατεύθυνση οι κυβερνήσεις στην χώρα μας επιβάλλουν πολιτικές διεύρυνσης της χρήσης του πράσινου καυσίμου με κίνητρα και προδιαγραφές καλών πρακτικών. Επιχειρήσεις, δημόσιος και ιδιωτικός κτιριακός τομέας, νοικοκυριά, βιομηχανίες και μεταφορές στρέφονται στο «πράσινο» καύσιμο και εκμεταλλεύονται τα οικολογικά του χαρακτηριστικά για να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες:
Βιομηχανία: Το φυσικό αέριο είναι η φυσική ενεργειακή επιλογή για βιομηχανίες με άμεσες και έμμεσες θερμικές ανάγκες, βελτιώνοντας την ανταγωνιστική θέση των μονάδων. Ως καύσιμο μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε για θερμική είτε για χημική χρήση (ως πρώτη ύλη για τη βιομηχανία) και σε συστήματα Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού και Θερμότητας, τα οποία παράγουν ταυτόχρονα αξιοποιήσιμη ηλεκτρική και θερμική ενέργεια. Η χρήση του φυσικού αερίου στον βιομηχανικό τομέα συμβάλει στη μείωση του λειτουργικού κόστους για τη διαχείριση καυσίμου, βελτιώνει την ποιότητα των προϊόντων και περιορίζει τη ρύπανση του περιβάλλοντος. Στην Ελλάδα, το συνολικό ποσοστό χρήσης του φυσικού αερίου στη βιομηχανία, στις περιοχές όπου υπάρχει δίκτυο, αγγίζει ή και ξεπερνά το 90%.
Επιχειρήσεις:
Οι εμπορικές επιχειρήσεις (πάνω από 7000 στην Ελλάδα χρησιμοποιούν φυσικό αέριο) εκμεταλλεύονται τις πολλαπλές δυνατότητες χρήσης (θέρμανση, ψύξη, παραγωγή ζεστού νερού, μαγείρεμα, κίνηση εμπορικών στόλων με CNG). Τόσο στην Κεντρική όσο και στην Βόρεια Ελλάδα ξενοδοχεία, νοσοκομεία και κάθε είδους επιχειρήσεις καλύπτουν τις ενεργειακές τους ανάγκες με το εναλλακτικό αυτό καύσιμο μειώνοντας σημαντικά τα ετήσια κόστη τους (έως και 40%).
Μεταφορές:
Το φυσικό αέριο που χρησιμοποιείται στις μεταφορές μπορεί να μειώσει έως και 30% τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε σύγκριση με το πετρέλαιο και το diesel ενώ τα οχήματα που κινούνται με φυσικό αέριο σημειώνουν μειωμένες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 25% σε σύγκριση με τα πετρελαιοκίνητα οχήματα και κατά 20% σε σύγκριση με τα οχήματα που κινούνται με diesel. Παράλληλα, τα οχήματα που κινούνται με φυσικό αέριο παρουσιάζουν κατά 95% μειωμένες εκπομπές οξειδίων του αζώτου σε σύγκριση με το πετρέλαιο και το diesel.
Ως προς τα οικονομικά οφέλη, το φυσικό αέριο κίνησης προσφέρει εξοικονόμηση 30% σε σχέση με το diesel και 50% σε σχέση με το πετρέλαιο. Τα οχήματα φυσικού αερίου απαιτούν επίσης λιγότερα λειτουργικά έξοδα και έξοδα συντήρησης. Αξίζει να αναφερθεί ότι στην Ελλάδα αυξάνονται συνεχώς τα ΙΧ και τα επαγγελματικά οχήματα που κινούνται με φυσικό αέριο ενώ το «πράσινο» καύσιμο διεισδύει με γοργούς ρυθμούς στις δημόσιες μεταφορές (600 λεωφορεία ΟΣΥ, 110 απορριμματοφόρα) και τη ναυτιλία.
Κτιριακός τομέας:
Σύμφωνα με μελέτες που έχουν γίνει, η εφαρμογή μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας στον κτιριακό τομέα θα μπορούσε να περιορίσει την ετήσια ενεργειακή δαπάνη κατά 25% και τις ετήσιες εκπομπές CO2 κατά 450 χιλιάδες τόνους. Προς αυτή την κατεύθυνση, οι ελληνικές τοπικές αρχές προχωρούν στην υιοθέτηση «ανταγωνιστικών» λύσεων προκειμένου να εναρμονιστούν με τις επιταγές της ΕΕ για επίτευξη του στόχου 20-20-20 αλλά και να μειώσουν τις δαπάνες του προϋπολογισμού (τα κτίρια οργανισμών, τραπεζών, νοσοκομείων και δημόσιων υπηρεσιών, τα οποία φθάνουν τα 200.000).
Οικιακή χρήση:
Το φυσικό αέριο αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την ποιότητα της ατμόσφαιρας στις ελληνικές πόλεις καθώς η χρήση του από τα νοικοκυριά για τις ανάγκες ψύξης/θέρμανσης/ζεστού νερού επιφέρει σημαντικές μειώσεις εκπομπών ρύπων. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι όσον αφορά στον τομέα της θέρμανσης, κατά το χρονικό διάστημα 2012- 2013, στο λεκανοπέδιο της Αττικής έγινε μια πολύ σημαντική μείωση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα, της τάξης των 1.783 εκατομμυρίων τόνων. Επίσης, καταναλώθηκαν περισσότερα από 1,05 δισεκ. Νm3 φυσικού αερίου στην Θεσσαλία και 1,70 δισεκ. Νm3 στην Θεσσαλονίκη, υποκαθιστώντας το πετρέλαιο και το μαζούτ, με αποτέλεσμα να μην επιβαρυνθεί η ατμόσφαιρα από σημαντικές ποσότητες ρύπων.