Για να μπορέσει κάποιος να πετύχει τη μέγιστη εξοικονόμηση χρημάτων για τη θέρμανση του πρέπει να σκεφτεί δύο βασικές παραδοχές. Η πρώτη έχει να κάνει με τη μείωση των απωλειών θερμότητας από το σπίτι που θέλει να θερμάνει και η δεύτερη είναι η επιλογή της πιο αποτελεσματικής πηγής θέρμανσης σε σχέση πάντα με την τιμή προμήθειας της καύσιμης ύλης.
Στην πρώτη περίπτωση τα πράγματα είναι απλά. Είτε θωρακίζουμε το κτίριο με συστήματα εξωτερικής θερμομόνωσης, προβαίνουμε σε αλλαγή κουφωμάτων και μόνωση ταράτσας ή πιλοτής, είτε είμαστε καταδικασμένοι να αιμορραγούμε αργά αλλά σταθερά σημαντικά ποσά ενέργειας και χρημάτων προς το περιβάλλον. Η ελλιπής μόνωση ενός σπιτιού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μείωση της ποιότητας ζωής στο εσωτερικό του, την έλλειψη θερμικής άνεσης, την υγρασία, και τα συνεπακόλουθα προβλήματα υγείας. Να υπενθυμίσουμε για άλλη μια φορά ότι η επένδυση χρημάτων προς αυτή τη κατεύθυνση, θα μας επιστρέψει στο μέλλον έως και 2,5 φορές το αρχικό κεφάλαιο μας.
Για την επιλογή του μέσου θέρμανσης, θα πρέπει ο κάθε ένας από εμάς να σκεφτεί με ποιο τρόπο μπορεί να εξασφαλίσει δωρεάν ή φθηνότερα την καύσιμη ύλη. Για παράδειγμα, ένα σπίτι στο οποίο είναι τοποθετημένο ένα φωτοβολταϊκό σύστημα παραγωγής ενέργειας, είναι εύλογο να προτιμήσει μια συσκευή που βασίζεται στον ηλεκτρισμό, όπως τα κλιματιστικά ή οι αντλίες θερμότητας. Ένα άλλο σπίτι που βρίσκεται στην επαρχία μπορεί να έχει πρόσβαση σε υπολείμματα καλλιεργειών ή κλαδεμάτων, εξασφαλίζοντας του έτσι δωρεάν καύσιμη ύλη. Η εκμετάλλευση σε αυτή τη περίπτωση ενός ενεργειακού τζακιού ή ενός λέβητα στερεών καυσίμων (βιομάζας ή πέλλετ) θα επιφέρει τα μέγιστα αποτελέσματα, ειδικά αν συνδυαστεί και με την παραγωγή ζεστού νερού χρήσης. Τέλος, σε ένα αστικό περιβάλλον που η πρακτικότητα παίζει πιο σημαντικό ρόλο καθώς η αποθήκευση και μεταφορά καυσίμου είναι πιο δύσκολη, η τοποθέτηση ενός λέβητα φυσικού αερίου συμπυκνώσεως μπορεί να είναι η πιο σοφή επιλογή, αν υπάρχει βέβαια διαθέσιμο δίκτυο στην περιοχή.
Σε κάθε περίπτωση πάντως θα πρέπει να σκεφτόμαστε με βάση την εξοικονόμηση ενέργειας και όχι απλά την κάλυψη των τρεχουσών αναγκών. Η δημιουργία αιθαλομίχλης για παράδειγμα μπορεί να αποτελέσει μια βραδυφλεγή οικολογική βόμβα με ανυπολόγιστες συνέπειες για όλους, παρά την ευκολία χρήσης του ξύλου ως μέσου θέρμανσης για την κάλυψη των αναγκών του σήμερα.
Τι καίμε και τι εισπνέουμε
Ο πιο σαφής τρόπος να κατανοήσουμε τις ατμοσφαιρικές επιπτώσεις της καύσιμης ύλης για τις ανάγκες θέρμανσης είναι παρατηρώντας τα συγκριτικά στοιχεία του παρακάτω πίνακα. Όπως προκύπτει από μελέτες του εργαστηρίου Ατμοκινητήρων και Λεβητών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, η επιβάρυνση του περιβάλλοντος ειδικά από τις ανοιχτές εστίες τζακιού σε σχέση με άλλες πηγές θέρμανσης είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές. Στις περιπτώσεις των ενεργειακών τζακιών οι εκπομπές μικροσωματιδίων μειώνονται σχεδόν στο μισό, ενώ η χρήση πέλλετ ως καύσιμο είναι ακόμα πιο ενδεδειγμένη για χρήση στο αστικό περιβάλλον, με τους ρύπους που εκλύονται να είναι σημαντικά λιγότεροι. Αυτό βάζει τέλος στις φήμες που στοχοποιούσαν τη χρήση συσκευών θέρμανσης με βάση το πέλλετ ως υπεύθυνες για την αιθαλομίχλη στα μεγάλα αστικά κέντρα. Επιπροσθέτως, από τις πιο οικολογικές καύσεις έχουν οι λέβητες φυσικού αερίου και ειδικά οι λέβητες συμπυκνώσεως, ενώ εντύπωση προκαλεί η επιβάρυνση που προκαλείται από τη χρήση συσκευών που βασίζονται στην ηλεκτρική ενέργεια, λόγω της καύσης λιγνίτη για την παραγωγή της.
¶ρθρο του κ. Σταύρου Καραβασιλειάδη BEng, MSc Πολιτικού Μηχανικού @ City University of London