Ενώ τα παλαιότερα τζάκια μπορούσαν να θερμάνουν μόνο τον χώρο στον οποίο βρίσκονταν (και αυτό όχι σε ικανοποιητικό βαθμό), σήμερα τα σύγχρονα τζάκια έχουν υψηλούς βαθμούς απόδοσης και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για θέρμανση ολόκληρης της κατοικίας. Το ενεργειακό τζάκι επιτυγχάνει καλύτερη εκμετάλλευση της θερμότητας που εκλύεται από την καύση των καυσίμων, την οποία αποδίδει στο χώρο εγκατάστασής τους ως θερμό αέρα. Το σημαντικό σε αυτή την περίπτωση είναι η κατηγοριοποίησή του σε υδραυλικό, το οποίο μπορεί να συνδεθεί με το σύστημα κεντρικής θέρμανσης και κατά συνέπεια με τα καλοριφέρ και να προσφέρει θέρμανση σε όλο το σπίτι..
Τα υδραυλικά τζάκια (ή τζάκια καλοριφέρ) ζεσταίνουν τον χώρο με την κυκλοφορία ζεστού νερού στα σώματα του καλοριφέρ, λειτουργούν δηλαδή όπως ένας λέβητας. Με το ζεστό νερό που παράγουν μπορούμε να ζεστάνουμε ομοιόμορφα όλο το σπίτι μέσω των σωμάτων καλοριφέρ, ενώ ζεσταίνουν επίσης και το boiler για να έχουμε ζεστό νερό χρήσης.
Αποτελούνται από ένα περίβλημα – δεξαμενή με νερό γύρω από την εστία, ή από σωλήνες που βρίσκονται τοποθετημένοι μέσα σε αυτή. Η θερμότητα απορροφάται από το νερό και στη συνέχεια, μέσω ενός κυκλοφορητή, διανέμεται στα σώματα του καλοριφέρ. Μπορεί να μην διακρίνονται από την αυτόματη λειτουργία που μπορεί να έχει ένας λέβητας, όμως η εξοικονόμηση είναι ιδιαίτερα μεγάλη καθώς μεγάλη κατανάλωση καύσιμης ύλης είναι απαραίτητη μόνο όταν ξεκινάμε την θέρμανση των χώρων και μέχρι το νερό του δικτύου να φτάσει κάποια ορισμένη θερμοκρασία. Από εκείνη τι στιγμή και έπειτα απαιτείται λιγότερη ποσότητα καύσιμης ύλης μόνο για την συντήρηση της θερμοκρασίας του νερού. Η καύσιμη ύλη που χρησιμοποιείται, ανάλογα με τον τύπο του ενεργειακού τζακιού ποικίλει από pellet μέχρι καυσόξυλα, αλλά μπορεί να περιλαμβάνει και άλλα είδη καύσιμης βιομάζας. Ανάλογα με την καύσιμη ύλη που χρησιμοποιείται το κόστος για την θέρμανση του σπιτιού είναι παραπλήσιο και λίγο μεγαλύτερο από αυτό του λέβητα με χρήση pellet.
Κεντρική θέρμανση με σόμπες
Όπως και στα τζάκια, η εξέλιξη της τεχνολογίας έχει καταστήσει τις σόμπες ιδανικές και για κεντρική θέρμανση μιας κατοικίας. Παρέχουν περισσότερες δυνατότητες ρύθμισης του αέρα καύσης και μπορούν να επιτύχουν υψηλότερους βαθμούς απόδοσης, ενώ οι υδραυλικές σόμπες (σόμπες-καλοριφέρ) διαθέτουν τη δυνατότητα σύνδεσης στο σύστημα κεντρικής θέρμανσης.
Οι υδραυλικές σόμπες ξύλου είναι αρκετά πιο αποδοτικές από τις απλές σόμπες σε ποσοστό που φτάνει το 70-80%. Από την άλλη, οι σόμπες πέλλετ καλοριφέρ αποτελούν την πιο ακριβή αλλά και πιο σύγχρονη πρόταση στον τομέα της οικιακής θέρμανσης με σόμπα. Έχουν τη δυνατότητα να συνδεθούν με τα σώματα καλοριφέρ και έτσι να ζεστάνουν ολόκληρο το σπίτι, αλλά και να προσφέρουν ζεστό νερό χρήσης αν συνδεθούν με μπόιλερ. Στα κατά τους συγκαταλέγεται η αυξημένη τιμή αγοράς αλλά και τα έξοδα εγκατάστασης, η οποία και πρέπει να γίνει από έμπειρο υδραυλικό.
Τα προϊόντα που υπάρχουν στην αγορά μπορούν να έχουν διάφορες διακοσμήσεις, ενισχύοντας την αισθητική του χώρου, ενώ προσφέρουν και άλλες «έξυπνες» λύσεις όπως είναι ο χειρισμός τους μέσω διαδικτύου ή κινητού. Επιπλέον, η συντήρησή τους είναι αρκετά πιο εύκολη από ένα τζάκι καθώς οι ενεργειακές σόμπες είναι βραδύκαυστες και δε χρειάζεται ο συνεχής ανεφοδιασμός τους είτε με ξύλο είτε με pellet.
Απαραίτητη προϋπόθεση βέβαια, τόσο στην περίπτωση της σόμπας όσο και του τζακιού είναι η τοποθέτησή τους από έμπειρο και εξειδικευμένο υδραυλικό - εγκαταστάτη, ειδικά σε περιπτώσεις που γίνεται μετατροπή από υπάρχον τζάκι.
Κεντρική θέρμανση με Αντλία Θερμότητας
Η θέρμανση με αντλίες θερμότητας είναι κατά πολλούς ο τρόπος θέρμανσης με το χαμηλότερο λειτουργικό κόστος αφού δεν παράγουν θερμότητα, αλλά την αντλούν από το περιβάλλον με μικρή σχετικά χρήση ηλεκτρικής ενέργειας (ανάλογα με τις συνθήκες).
Είναι συστήματα υψηλής απόδοσης και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ψύξη και θέρμανση. Τα συγκεκριμένα συστήματα «αφαιρούν» θερμότητα από το περιβάλλον και την προσδίδουν στον εσωτερικό χώρο κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ενώ εκτελούν την αντίστροφη διαδικασία κατά το καλοκαίρι, ώστε να ψύχουν τον κλιματιζόμενο χώρο.
Το μέγεθος που καθορίζει πόσο οικονομική είναι η λειτουργία των αντλιών θερμότητας είναι ο βαθμός απόδοσης τους (C.O.P.), που είναι συνήθως υψηλός (3-6). Για παράδειγμα βαθμός απόδοσης 5 σημαίνει πρακτικά ότι για κάθε κιλοβατώρα ηλεκτρική ενέργειας που καταναλώνουμε, παράγουμε την πενταπλάσια θερμική ενέργεια. Όσο λιγότερη είναι η διαφορά θερμοκρασίας ανάμεσα στην πηγή άντλησης θερμότητας (αέρας, νερό, γη) και το θερμικό μέσο των τερματικών μονάδων (π.χ. νερό στα καλοριφέρ) τόσο μικρότερη είναι η ηλεκτρική ενέργεια που χρειάζεται να δαπανηθεί.
Γι΄ αυτό και οι αντλίες θερμότητας είναι ιδανικές και όταν υπάρχουν συστήματα χαμηλής θερμοκρασίας (π.χ. καλοριφέρ μεγάλης επιφάνειας τύπου πάνελ ή ενδοδαπέδια θέρμανση ή fan coils), αλλά και με τα γνήσια κλασικά καλοριφέρ που απαιτούν μεγαλύτερη θερμοκρασία νερού (70-80 βαθμούς Κελσίου).
Μια εγκατάσταση αντλίας θερμότητας μπορεί να αντικαταστήσει έως και κατά 100% τη λειτουργία της ήδη υπάρχουσας εγκατάστασης κεντρικής θέρμανσης. Σε περιπτώσεις όμως, ιδιαίτερα στις περιοχές που σημειώνονται συχνά πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, συστήνεται η εφαρμογή μικρού συστήματος θέρμανσης (αντλία και υπάρχων λέβητας), ώστε να είναι εφικτή η θέρμανση του χώρου κάτω από όλες τις καιρικές συνθήκες. Με χρήση αντλιών θερμότητας μπορεί να επιτευχθεί εξοικονόμηση της τάξης του 60% σε σύγκριση με το πετρέλαιο, καθώς για τη λειτουργία της χρησιμοποιείται μόνο ένα μικρό ποσό ενέργειας.
Κεντρική θέρμανση με κλιματιστικά
Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τα κλιματιστικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για κεντρική θέρμανση. Αναφερόμαστε βέβαια σε εγκαταστάσεις που χαρακτηρίζονται από το μεγαλύτερο τους μέγεθος σε σχέση με τα κοινά κλιματιστικά και την απομακρυσμένη τους τοποθέτηση (συνήθως στις οροφές των κτιρίων). Κατά τη λειτουργία τους μπορούν να δημιουργούν, να ελέγχουν και να διατηρούν σε ικανοποιητικά επίπεδα, όλους τους συντελεστές – παράγοντες, που διαμορφώνουν τις συνθήκες άνεσης, σύμφωνα με τις επιλογές των ανθρώπων που ζουν οι εργάζονται στους χώρους αυτούς.
Αν και η επιλογή του κεντρικού κλιματισμού είναι μονόδρομος κατά το σχεδιασμό όλων των νέων κτιρίων που προορίζονται για επαγγελματική χρήση, συχνά συναντώνται και σε κατοικίες, συνήθως μεγάλου μεγέθους. Και αυτό γιατί τα συγκεκριμένα συστήματα παρέχουν μεγαλύτερη άνεση και επιλογές στους ενοίκους σε σχέση με τα απλά κλιματιστικά διαιρούμενου τύπου. Έχουν όμως δυο βασικά μειονεκτήματα: το αρκετά μεγάλο κόστος και την αυξημένη στάθμη θορύβου.
Ειδικά στην περίπτωση που η εγκατάστασή τους αφορά σε ήδη υπάρχοντα κτίρια στα οποία δεν υπάρχει προεγκατεστημένο σύστημα αεραγωγών, τότε το κόστος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σχεδόν απαγορευτικό, ενώ η απόσβεση θα αργήσει αρκετά χρόνια να γίνει, ή σε κάποιες περιπτώσεις δε θα υπάρξει ποτέ.
Πέρα από το οικονομικό πάντως, ένα πλεονέκτημα το οποίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό και το οποίο για κάποιους θα μπορούσε να αντισταθμίσει το υψηλό κόστος είναι το γεγονός ότι εκτός από τη θέρμανση ή την ψύξη των χώρων, ένα σύστημα κεντρικού κλιματισμού προσφέρει παράλληλα και εξαερισμό, κάτι το οποίο δεν ισχύει με τις απλές μονάδες κλιματισμού. Με αυτό τον τρόπο, δεν «ξηραίνεται» ο αέρας, όπως συμβαίνει με τα κλασσικά κλιματιστικά, και οι συνθήκες της εσωτερικής ατμόσφαιρας είναι περισσότερο υγιεινές.
Τέλος αν η επιλογή τους συμπεριληφθεί στον αρχικό σχεδιασμό του κτιρίου, μπορεί η τοποθέτηση τους να γίνει σε σημείο που να μην ενοχλεί ο θόρυβος λειτουργίας και ταυτόχρονα να μην επηρεάζεται και η αισθητική.