Ενεργειακός Οδικος Χάρτης μέχρι το 2050

1.978 επισκέψεις στο άρθρο

Μία Νέα Έκθεση για το Μέλλον της Ηλεκτρικής Ενέργειας στην Νοτιοανατολική Ευρώπη μέχρι το 2050.

«Πιο Δυνατοί Μαζί»

Συνεργαζόμενες μαζί, οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης θα μπορούσαν να ελαχιστοποιήσουν σημαντικά τις προκλήσεις και να μεγιστοποιήσουν τα οφέλη από την επίτευξη ενός μέλλοντος ηλεκτρικής ενέργειας χωρίς άνθρακα έως το 2050, βρίσκει μια πρόσφατα δημοσιευμένη έκθεση για το μέλλον του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας της περιοχής των Βαλκανίων.

Η έκθεση αυτή αποτελεί ένα Οδικό Χάρτη για τη Ηλεκτρική Ενέργεια της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (SouthEastEuropeRoadMap, SEERMAP) εξετάζει3 βασικά σενάρια του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας έως το 2050 που εστιάζουν στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίως ήτοιτην Αλβανία, τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, τη Βουλγαρία, την Ελλάδα, τη Σερβία, την ΠΓΔΜ, το Κοσσυφοπέδιο, το Μαυροβούνιο και τη Ρουμανία. Τα σενάρια του SEERMAPγια τη μελλοντική ανάπτυξη του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας της περιοχής περιλαμβάνουν:(1) το σενάριο «χωρίς στόχο», το οποίο αντικατοπτρίζει την εφαρμογή των υφιστάμενων ενεργειακών πολιτικών, (2)το σενάριο «απεξάρτησης» από τον άνθρακα για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, το οποίο αντικατοπτρίζει μακροπρόθεσμη στρατηγική για τη μείωση των εκπομπών CO2 σύμφωνα με τους στόχους της ΕΕ για τον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας στο σύνολό του, αύξηση της τιμής του CO2 και αύξηση της στήριξης για την ΑΠΕ, και (3) το σενάριο «καθυστέρησης», το οποίο συνεπάγεται την αρχική εφαρμογή των σημερινών εθνικών επενδυτικών σχεδίων, ακολουθούμενη από αλλαγή της κατεύθυνσης πολιτικής από το 2035 και μετά, με αποτέλεσμα να επιτευχθεί το 2050 σχεδόν το ίδιο ποσοστό μείωσης των εκπομπών με το σενάριο "απεξάρτησης". Ο μετασχηματισμός οφείλεται και πάλι στην αύξηση της τιμής του CO2 και στην αύξηση της στήριξης για την ΑΠΕ μόνο μετά το 2035.

Η περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων θα πρέπει να αντικαταστήσει περισσότερο από το 30% της σημερινής της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με ορυκτά καύσιμα μέχρι το τέλος του 2030 και άνω του 95% μέχρι το 2050. Αυτό αποτελεί πρόκληση για τη διασφάλιση ενός πλαισίου πολιτικής που θα ενθαρρύνει νέες επενδύσεις, αλλά και ευκαιρία να διαμορφωθεί ο τομέας της ηλεκτρικής ενέργειας σε μακροπρόθεσμη βάση σε συμφωνία με μια ευρύτερη στρατηγική μετάβασης του τομέα ηλεκτροπαραγωγής χωρίς περιορισμούς από το τρέχον χαρτοφυλάκιο σταθμών.

Οι τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης έχουν κοινές προκλήσεις: ένα τομέαπου βασίζεται σε γερασμένες λιγνιτικές μονάδες που χρειάζονται νέες επενδύσεις, ευαισθησία των καταναλωτών στις υψηλές τιμές και επισφαλείς δημοσιονομικές συνθήκες των κρατικών επιχειρήσεων. Αλλά υπάρχουν και κοινές ευκαιρίες. η περιοχή έχει μεγάλες δυνατότητες για παραγωγή ηλιακής και αιολικής ενέργειας και βιομάζας, μεγάλο υδροηλεκτρικό δυναμικό για εξισορρόπηση συστημάτων και καλά διασυνδεδεμένα δίκτυα.

"Οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής, οι ενεργειακοί επενδυτές και οι ενδιαφερόμενοι της κοινωνίας των πολιτών εξετάζοντας την έκθεση, θα κατανοήσουν ότι το κοινό μας και αναπόφευκτο μέλλον χωρίς άνθρακα επιτυγχάνεται καλύτερα εάν λάβουμε την περιφερειακή προοπτική και συνεργαστούμε για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την αντικατάσταση των γερασμένων  ανθρακικών μονάδων με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας», λέει ο László Szabó από την REKK, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας του έργου.

Η έκθεση του SEERMAP που δημοσιεύτηκε στις 6 Νοεμβρίου 2017, ημέρα έναρξης των εργασιών της 23η Συνόδου των Συμβαλλομένων Μερών (COP 23) τςη Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την Αλλαγή του Κλίματος (UNFCCC), στοχεύει την ενίσχυση επίκαιρων και ενημερωμένων πολιτικών διαλόγων μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο. Αν και οι εθνικές συνθήκες ποικίλλουν, οι περιφερειακοί Οδικοί Χάρτες για το 2050 παρουσιάζουν βιώσιμες πορέιας απεξάρτησης από τον άνθρακα, η οποία θα έχει τεράστιες επιπτώσεις στην οικονομική ελκυστικότητα, τη βιωσιμότητα και την ασφάλεια της μελλοντικής ηλεκτρικής ισχύος.

Η έκθεση διαπιστώνει ότι θα ήταν εφικτό να μειωθούν οι εκπομπές CO2 του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας κατά 93-99%, μέχρι το 2050, όπως άλλωστε επιδιώκεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αξιοποιώντας το υψηλό δυναμικό ανανεώσιμης ενέργειας της περιοχής. Ταυτόχρονα, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη δεν θα είναι οικονομικά βιώσιμοι μακροπρόθεσμα στο πλαίσιο του συστήματος εμπορίας εκπομπών της ΕΕ, το οποίο αναμένεται να εφαρμοστεί από το 2030 και στα Δυτικά Βαλκάνια. Το φυσικό αέριο διαδραματίζει έναν μεταβατικό ρόλο, αντικαθιστώντας μέρος τωνλιγνιτικών σταθμών προτού και αυτό αποσυρθεί και από το σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας έως το 2050.

Τα βαλκανικά κράτη που θα προσχωρούν στην ΕΕ θα εκτίθενται σε κοινές διαδικασίες απελευθέρωσης της αγοράς, ολοκλήρωσης και απαλλαγής από τον άνθρακα ως αποτέλεσμα της υιοθέτησης του κοινοτικού κεκτημένου στον τομέα της ενέργειας. Η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και το υψηλό επίπεδο διασύνδεσης συνεπάγονται την προσέγγιση των τιμών χονδρικής πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας σε όλη την περιοχή και τον περιφερειακό ανταγωνισμό μεταξύ των παραγωγών. Ως εκ τούτου, ο σχεδιασμός του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να μετατοπιστεί από το εθνικό σε περιφερειακό επίπεδο, ώστε να μειωθεί το κόστος της αποκεντροποίησης και να μεγιστοποιηθεί η ασφάλεια του εφοδιασμού.

Οσον αφορά την Ελλάδα, η ειδική έκθεση για την χώρα μας επισημαίνει ότι η επίτευξη πολύ μεγάλης κάλυψης, σε ποσοστά πάνω από 90% της ζήτησης ηλεκτρισμού, από ΑΠΕ είναι τεχνικά και οικονομικά εφικτή. Υπογραμίζει επίσης ότι οι λιγνιτικοί σταθμοί θα είναι οικονομικά μη-βιώσιμοι μετά το 2040 ενώ οι υψηλές τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών CO2 εκδιώκουν και σταθμούς ΦΑ προς το 2050. Η βαθιά διείσδυση των ΑΠΕ δεν αυξάνει τη χοντρική τιμή του ηλεκτρισμού σε σχέση με την απλή εφαρμογή των σημερινών πολιτικών ενώ έχει σημαντική θετική επίδραση στα μακροοικονομικά μεγέθη της χώρας.

Το έργο SEERMAP υλοποιήθηκε από μια διεθνή κοινοπραξία με επικεφαλής το Περιφερειακό Κέντρο Έρευνας Ενεργειακής Πολιτικής της Ουγγαρίας (REKK). Η χρηματοδότηση του έργου προήλθε από το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Γεωργίας, Δασών, Περιβάλλοντος και Διαχείρισης Υδάτων της Αυστρίας και το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για το Κλίμα.