Τελικά ποιος είναι ο ρόλος που καλείται να παίξει η αδειοδότηση και οι ΜΠΕ όταν, ακόμα και σε τόσο μεγάλα και εμβληματικά έργα, γίνεται ουσιαστικά εκ των υστέρων και αφού έχουν βγει αποφάσεις που προκαταλαμβάνουν την εξέλιξή τους;
Η ουσία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης δεν βρίσκεται στη νομιμοποίηση των επενδύσεων αλλά στην ολιστική, επιστημονικά τεκμηριωμένη και αξιοκρατική αξιολόγηση του εκάστοτε έργου. Ο ρόλος αυτός δεν είναι εύκολος, καθίσταται όμως ακόμα πιο δύσκολος εώς και ανέφικτος όταν πραγματοποιείται υπό ένα καθεστώς βιασύνης και προκαθορισμένου τέλους.
Η πολιτεία θα έπρεπε, αντί να λειτουργεί με φόβο απέναντι στην περίπτωση μη έγκρισης του έργου, να αντιμετωπίζει τις διαδικασίες αυτές ως τη μοναδική ευκαιρία που έχει
να εξετάσει όλες τις επιλογές που υπάρχουν στο τραπέζι, με τρόπο που θα λύνει κάθε απορία για τις αποφάσεις που ελήφθησαν. Χωρίς όμως να αξιολογηθούν σε βάθος η μηδενική λύση (δηλαδή η περίπτωση μη υλοποίησης του έργου) και οι εναλλακτικές λύσεις, γίνεται ξεκάθαρο ότι στο τραπέζι υπάρχει μόνο μία επιλογή, που δεν είναι άλλη από την υλοποίηση του έργου.
Επίσης, η διαδικασία αδειοδότησης θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται από τους φορείς του εκάστοτε έργου ως η μοναδική ευκαιρία που έχουν
να παρουσιάσουν την πρότασή τους στην κοινωνία και να επιτρέψουν
να αναδυθούν όλες οι διαφωνίες πριν την υλοποίηση του έργου, κάτι που θα επιταχύνει σε βάθος χρόνου τις διαδικασίες. Δυστυχώς, στην περίπτωση της Επέκτασης, πέρα από κάποιες γενικές αναφορές για την υλοποίηση της διαβούλευσης, την καθυστερημένη γνωμοδότηση της Περιφέρειας και την έκθεση
[1] της επιτροπής του Δημοτικού Συμβουλίου Πειραιά, τον Ιανουάριο του 2020,
δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι πραγματοποιήθηκε ουσιαστική διαβούλευση για το σύνολο του έργου
[2].
Ένα έργο τόσο μεγάλης κλίμακας, με τη δυναμική να επηρεάσει αρνητικά τη ζωή χιλιάδων συμπολιτών μας, θα έπρεπε να είναι πρότυπο διαβούλευσης. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται από τα στοιχεία που υπάρχουν και για άλλη μία φορά η διαβούλευση γίνεται προσχηματικά.
Η ουσία, που δεν είναι άλλη από τη διαφάνεια και την ενίσχυση της δημοκρατίας, θάβεται τελικά κάτω από ένα βουνό γραφειοκρατίας.
Τη στιγμή αυτή το έργο συνεχίζεται. Ένα κομμάτι της κοινωνίας αγωνιά για το μέλλον της περιοχής και αντιδρά. Έχουν καταθέσει δύο διαφορετικές προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας, έχουν σηκώσει δυσανάλογο βάρος στην ενημέρωση και ευαισθητοποίηση της υπόλοιπης κοινωνίας για το έργο και συνεχίζουν να κάνουν παρεμβάσεις με κάθε μέσο που έχουν στη διάθεσή τους. Το μόνο τους όπλο που έχει ελπίδα να εισακουστεί από την πολιτεία είναι η επίκληση στην τήρηση των νόμων. Η πολιτεία όμως θα έπρεπε να νοιάζεται για την ουσία, που δεν είναι άλλη από την
ανάπτυξη με διαφάνεια στη λήψη αποφάσεων, με συμμετοχή της κοινωνίας, με σεβασμό στα χρήματα του φορολογούμενου, με προστασία του φυσικού και αστικού περιβάλλοντος. Αν δεν τηρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, η ανάπτυξη σίγουρα δεν μπορεί να αποκαλείται, όπως απαιτούν οι καιροί, πράσινη, δεν μπορεί όμως να αποκαλείται ούτε καν ανάπτυξη.
Η συζήτηση αυτή είναι ακόμα πιο σημαντική αυτή την εποχή, καθώς τον Μάιο ψηφίστηκε ο Ν.4685/2020 για τον Εκσυγχρονισμό της Περιβαλλοντικής Νομοθεσίας. Για άλλη μία φορά, η πολιτεία έθεσε ως προτεραιότητα την απλοποίηση και επιτάχυνση των διαδικασιών περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Το παράδειγμα της Επέκτασης του λιμανιού στον Πειραιά δείχνει ξεκάθαρα ότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται εκεί, αλλά στην
έλλειψη αξιοκρατίας και στον πολυδαίδαλο ιστό λήψης αποφάσεων που επιτρέπει την υλοποίηση έργων χωρίς ακόμα να έχουν δοθεί απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα.