Έχουμε δύο κατηγορίες φωτοβολταϊκών συστημάτων, ανάλογα με τη χρήση τους. Το πιο διαδεδομένο σήμερα είναι το διασυνδεδεμένο. Ένα σύστημα, δηλαδή, που διοχετεύει όλη την ενέργεια που παράγει
σε ένα δίκτυο, το οποίο συνεχίζει να μας τροφοδοτεί.
Το αυτόνομο σύστημα χρειάζεται και μπαταρίες για να αποθηκεύει την ενέργεια που παράγει.
Για την εγκατάσταση ενός τέτοιου συστήματος πρέπει να υπολογιστεί η ενέργεια που χρειάζεται για τις συσκευές, για πόσες ώρες ημερησίως και η διάρκεια αυτονομίας του συστήματος για τις μέρες χωρίς ηλιοφάνεια. Αυτό το σύστημα επιλέγεται κυρίως σε περιπτώσεις που δεν μπορούμε να συνδεθούμε στο δίκτυο, σε πολύ απομακρυσμένες περιοχές.
Τα υβριδικά συστήματα παράγουν ρεύμα από δύο διαφορετικές ανανεώσιμες πηγές, φωτοβολταϊκά, ανεμογεννήτριες, γεννήτριες βιομάζας, κ.λπ. Η παραγόμενη ενέργεια αποθηκεύεται σε μπαταρίες και στη συνέχεια τροφοδοτεί τις συνδεδεμένες συσκευές.
ΓΙΑΤΙ ΦΩΤΟΒΟΛΤΑΙΚΑ;
Γιατί φωτοβολταϊκά και όχι άλλη μορφή ανανεώσιμης πηγής ενέργειας; Αρχικά, γιατί είναι πιο εύχρηστα και μπορούμε να τα τοποθετήσουμε στο σπίτι μας ακόμα και όταν ζούμε στην πόλη, χωρίς να χαλάσουμε την αισθητική του κτιρίου. Επιπλέον, αν στην πορεία μεταβληθούν οι ανάγκες μας, μπορούμε να προσθέσουμε νέες μονάδες, χωρίς να αλλάξουμε την αρχική εγκατάσταση. Είναι αθόρυβα, σε αντίθεση με μια ανεμογεννήτρια, και εκπέμπουν μηδενικούς ρύπους.
Επίσης, το νομοθετικό πλαίσιο σήμερα, ενθαρρύνει τις φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις, παρέχοντας αυξημένες τιμές πώλησης της παραγόμενης ενέργειας και καθιστώντας τις οικιακές, τουλάχιστον, εγκαταστάσεις,
μια πολύ απλή διαδικασία. Τέλος, έχουν πολύ μεγάλη διάρκεια ζωής, η οποία φτάνει τα 30 χρόνια, ενώ χρειάζονται και ελάχιστη συντήρηση.
Σε σχέση με το περιβάλλον, που αποτελεί και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα, η ηλιακή ενέργεια είναι ανεξάντλητη, καθαρή και η κάθε ηλιακή κιλοβατώρα αντιστοιχεί στην αποφυγή έκλυσης ενός σχεδόν κιλού διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Η ενέργεια που θα παράγει μια εγκατάσταση ισχύος ενός κιλοβάτ σε ένα χρόνο, αν είχε παραχθεί από μη ανανεώσιμες πηγές, θα είχε εκλύσει στην ατμόσφαιρα 1,3 τόνους διοξειδίου, ποσότητα που για να απορροφηθεί θα χρειαζόντουσαν δύο στρέμματα δάσους.