Θεαματική πτώση στην κατανάλωση παρουσίασε το φυσικό αέριο το τελευταίο οκτάμηνο χάρη στις ΑΠΕ, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να έχει ανταποκριθεί και με το παραπάνω στην ευρωπαϊκή δέσμευση μείωσης της χρήσης ορυκτού αερίου. Τι μας εξηγεί κορυφαίος αναλυτής της πολιτικής για την ενέργεια από τη δεξαμενή σκέψης The Green Tank.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του ΔΕΣΦΑ, τον Μάρτιο του 2023, τελευταίο μήνα της οκτάμηνης περιόδου όπου η χώρα έπρεπε να μειώσει τη χρήση αερίου σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές της υποχρεώσεις, η συνολική εγχώρια κατανάλωση ήταν 3.99 TWh, η χαμηλότερη για τον μήνα Μάρτιο τα τελευταία 5 χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι η κατανάλωση φυσικού αερίου ήταν μειωμένη κατά 42.5% σε σχέση με αυτήν του Μαρτίου 2022, η 3η μεγαλύτερη μηνιαία μείωση σε σχέση με τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους από την έναρξη του πολέμου, μετά τον Οκτώβριο (-50.1%) και τον Απρίλιο του 2022 (-46.1%).
Όπως δείχνει η ανάλυση του The Green Tank, συμπληρώθηκαν έτσι 12 μήνες στη σειρά όπου παρατηρήθηκε μείωση σε σχέση με τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους (Απρίλιος 2022-Μάρτιος 2023). Επιπλέον, αθροιστικά, στο πρώτο τρίμηνο του 2023, η κατανάλωση ορυκτού αερίου μειώθηκε κατά 33.9% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2022 και κατά 25.4% σε σχέση με τον μέσο όρο της πενταετίας.
Πώς εξηγείται η μείωση και τι σημαίνει πρακτικά
Η συνολική μείωση κατά 2.95 TWh τον Μάρτιο του 2023 σε σχέση με τον ίδιο μήνα του 2022 προήλθε κατά 75% από την ηλεκτροπαραγωγή (-2.22 TWh) και λιγότερο από τα δίκτυα διανομής (- 0.79 TWh). Όπως αναφέρει ο Νίκος Μάντζαρης, επικεφαλής αναλυτής της πολιτικής για την ενέργεια και το κλίμα, συνιδρυτής του The Green Tank: «Το 2022 έκλεισε με περίπου 3/4 του αερίου να πηγαίνουν στον ηλεκτρισμό (σε μονάδες αερίου που παράγουν ηλεκτρισμό), το υπόλοιπο 20% πήγαινε στα σπίτια και το 5% στην ενεργοβόρο βιομηχανία στην Ελλάδα. Αυτές είναι οι 3 βασικές χρήσεις. Γιατί έπεσε τόσο πολύ η κατανάλωση- περίπου 32%-αυτό το οκτάμηνο; ο βασικός λόγος είναι ότι έχουμε υποκατάσταση αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Υπήρχε μείωση και στα νοικοκυριά, αλλά όχι τόσο εντυπωσιακή όσο στο σύνολο. Σίγουρα έπαιξε ρόλο και ο ζεστός χειμώνας, αλλά όχι πολύ. Η συντριπτική πλειονότητα των νοικοκυριών στην Ελλάδα ζεσταίνεται ακόμα με πετρέλαιο και φυσικό αέριο και λιγότερο με αντλίες θερμότητας. Στην Ευρώπη έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο στη μείωση της κατανάλωσης αερίου το ότι τα νοικοκυριά άλλαξαν καύσιμα, αλλά στην Ελλάδα μειώθηκε λόγω της ηλεκτροπαραγωγής που έγινε από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας».
Όπως συνεχίζει ο κ. Μάντζαρης: «Η κρίση έδειξε ότι μπορούμε να μειώσουμε το αέριο πολύ περισσότερο από ότι νομίζαμε. Μπορούμε χωρίς αέριο. Η μείωση στην Ελλάδα ήταν εντυπωσιακή και αυτό μπορεί να είναι μόνιμο. Έχουμε περισσότερες δυνατότητες αν αναπτύξουμε τις ΑΠΕ. Η σωστή πολιτική είναι να υποκαταστήσουμε τα συστήματα θέρμανσης του αερίου και του πετρελαίου με αντλίες θερμότητας και κλιματιστικά. Έχουμε ένα θερμό κλίμα στην Ελλάδα που μας επιτρέπει να το κάνουμε αυτό, αλλά είμαστε πίσω. Η Πολωνία που δεν φημίζεται για το θερμό της κλίμα είχε αύξηση στις αντλίες θερμότητας το 2022 κατά 100%. Θα πρέπει να δημιουργηθούν προγράμματα από την πολιτεία που επιδοτούν κάτι τέτοιο».
Να σημειωθεί πως η ΕΕ των 27 είχε θέσει ως στόχο με δεσμευτική ισχύ να μειώσουν τα κράτη μέλη κατά 15% την κατανάλωση του ορυκτού αερίου το οκτάμηνο Αύγουστος 2022-Μάρτιος 2023. Η Ελλάδα με συνολική κατανάλωση 32.9 TWh ξεπέρασε τον στόχο και σε σχέση με τον μέσο όρο πενταετίας (41.6 TWh). Η κατανάλωση που έγινε ήταν η χαμηλότερη των τελευταίων 8 ετών για την ίδια οκτάμηνη περίοδο (26.2 TWh το 2016).
Σε όρους ποσοστιαίων μεταβολών, η χώρα το οκτάμηνο Αυγούστου 2022-Μαρτίου 2023 μείωσε τη συνολική κατανάλωση αερίου κατά 31.8% συγκριτικά με την ίδια περίοδο του προηγούμενου έτους, ξεπερνώντας κατά πολύ τον στόχο μείωσης που αντιστοιχεί στην εξαίρεση που πήρε η Ελλάδα στον σχετικό ευρωπαϊκό Κανονισμό, σύμφωνα με την οποία, μπορεί να υπολογίζει την επίδοσή της σε σχέση με το προηγούμενο έτος και όχι με τον μέσο όρο της πενταετίας. Το πλέον αξιοσημείωτο όμως είναι ότι η χώρα κατάφερε να μειώσει την κατανάλωση κατά 20.9% σε σχέση με τον μέσο όρο των αντίστοιχων οκταμήνων της προηγούμενης πενταετίας, ξεπερνώντας κατά σχεδόν 6 ποσοστιαίες μονάδες τον στόχο του -15%, όπως τον έθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Επιπλέον, όλες οι τελικές χρήσεις παρουσιάζουν σημαντικές ποσοστιαίες μειώσεις συγκριτικά με την ίδια οκτάμηνη περίοδο του προηγούμενου έτους. Πρωτοστατεί η βιομηχανία (-44.6%) και ακολουθούν η ηλεκτροπαραγωγή (-31.9%) και τα δίκτυα διανομής (-28.2%).
Οι εισαγωγές το 2023
Σε ό,τι αφορά τις φυσικές ροές αερίου από τις τέσσερις πύλες εισόδου της χώρας, τον Μάρτιο του 2023, οι εισαγωγές αερίου από τη Ρωσία που καλύπτουν εγχώρια κατανάλωση ήταν μόλις 0.28 TWh, μειωμένες κατά 87.3% σε σχέση με τον ίδιο μήνα του 2022 και έχοντας μερίδιο μόλις 6.5% στις εισαγωγές τον ίδιο μήνα [1]. Επίσης, για πρώτη φορά από τον Απρίλιο του 2022, οι εισαγωγές υγροποιημένου ορυκτού αερίου (LNG) μέσω της πύλης της Αγίας Τριάδας εμφάνισαν μείωση σε σχέση με τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους (-6.9%). Ωστόσο, το LNG αποτέλεσε και αυτόν τον μήνα με διαφορά την κύρια πηγή αερίου για τη χώρα με 2.96 TWh, και μερίδιο 68.1% των συνολικών φυσικών ροών αερίου που εισήγαγε η Ελλάδα. Μεγάλη μείωση σημείωσαν και οι εισαγωγές από τον ΤΑΡ μέσω Νέας Μεσημβρίας συγκριτικά με τον Mάρτιο του 2022 (-30.3%) συνεισφέροντας 0.87 ΤWh και καταλαμβάνοντας μερίδιο 20.1%, ενώ πολύ χαμηλή ήταν η ποσότητα που εισήχθη από την Τουρκία μέσω Κήπων (0.23 ΤWh και μερίδιο 5.4%).
Σύγκριση με την Ευρωπαϊκή Ένωση
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα της Eurostat για τις μηνιαίες εισαγωγές αερίου (Ιανουάριος 2023) [2], η Ελλάδα έχει καταφέρει να περιορίσει την εξάρτησή της από το ρωσικό αέριο περισσότερο σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27. Το αποκορύφωμα αυτής της πτωτικής πορείας σημειώθηκε τον Ιανουάριο του 2023, όπου οι εισαγωγές από τη Ρωσία μέσω της πύλης του Σιδηροκάστρου ήταν μηδενικές. Έτσι αθροιστικά για το δωδεκάμηνο Φεβρουαρίου 2022-Ιανουαρίου 2023, η Ελλάδα μείωσε τις εισαγωγές ρωσικού αερίου κατά 71.7% σε σχέση με το προηγούμενο δωδεκάμηνο, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος της ΕΕ-27 ήταν -37%.